παραχώνομαι

παραχώνομαι
παραχώνομαι, παραχώθηκα, παραχωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραχώνω — παραχώννυμι ΝΑ επιχωματώνω, καλύπτω κοίλο ή ανώμαλο τμήμα τού εδάφους με χώμα νεοελλ. 1. χώνω κάτι πιο βαθιά από όσο πρέπει 2. ειρων. θάβω νεκρό, ενταφιάζω 3. φρ. «παραχώνομαι σε κάποιον» ενοχλώ ή προκαλώ υπερβολικά κάποιον αρχ. καλύπτω με χώμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”